EARNING - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

EARNING - translation to αραβικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Earn; Earned; Earning (disambiguation)

EARNING         

ألاسم

إِحْراز ; اِسْتِجْلاب ; اِقْتِناء ; اِكْتِساب ; اِمْتِلاك ; تَحْصِيل ; تَكَسُّب ; جَلْب ; حُصُولٌ عَلَى ; حَوْز ; حَوْزَة ; حِيَازَة ; فَوْز ; نَيْل

الفعل

أَجْلَبَ ; أَدْرَكَ ; اِجْتَنَى ; تَكَسَّبَ ; جَلَبَ ; جَنَى ; رَبِحَ ; كَسَبَ ; نالَ

Earning         
مربح ، فدر للربح
earn         
فِعْل : يجني . يكسب . يستحق

Ορισμός

Earning
·p.pr. & ·vb.n. of Earn.
II. Earning ·noun That which is earned; wages gained by work or services; money earned;
- used commonly in the plural.

Βικιπαίδεια

Earning

Earning can refer to:

  • Labour (economics)
  • Earnings of a company
  • Merit
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για EARNING
1. You have doctors earning what they want, lawyers earning what they want.
2. Mr Ware asked: "You‘re not earning money, your husband is not earning money, and yet you‘re getting a regular income.
3. There is no question in divorce of largesse from the earning partner to the non–earning one.
4. Workers earning 1,500 shekels ($350) or less would get their full wage, while those earning more would get 1,500 shekels.
5. Mothers earning more than ';20,000 a year, however, were more likely to receive full pay than those earning less.